πυκνοκατοικούμαι

πυκνοκατοικούμαι
ποικνοκατοικήθηκα, πυκνοκατοικημένος, έχω πολύ πληθυσμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυκνοκατοικούμαι — έομαι, Ν 1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, η, ο αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι] …   Dictionary of Greek

  • καταπολίζω — (Μ) 1. κτίζω πολλές πόλεις, γεμίζω με πόλεις 2. παθ. καταπολίζομαι (για χώρα) πυκνοκατοικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πολίζω «κτίζω πόλη» (< πόλις)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοκατοίκητος — η, ο, Ν πυκνοκατοικημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνοκατοικούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”